σύχν'

σύχν'
συχνά , συχνός
long
neut nom/voc/acc pl
συχνά̱ , συχνός
long
fem nom/voc/acc dual
συχνά̱ , συχνός
long
fem nom/voc sg (doric aeolic)
συχνέ , συχνός
long
masc voc sg
συχναί , συχνός
long
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συχν(ο)- — Ν πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων που προσδίδει σε αυτές τη σημασία τής συχνής επανάληψης τής ενέργειας την οποία εκφράζει το δεύτερο συνθετικό, λ.χ. συχνακούω, συχνολέω, συχνοκατουρώ κ.ά …   Dictionary of Greek

  • καρτάζω — (Α) καρτύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρτα (Ι) + κατάλ. άζω (πρβλ. ηρεμ άζω, συχν άζω)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγάκις — (Α ὀλιγάκις και ὀλιγάκι) επίρρ. λίγες φορές, από καιρό σε καιρό, σπάνια («δι αὐτὰ ἡ πόλις ἡμῶν ὀλιγάκις μὲν ἡσυχάζει», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πολλ άκις, συχν άκις)] …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …   Dictionary of Greek

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”